- λωβητήρ
- λωβητήρfoul slanderermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λωβητῆρα — λωβητήρ foul slanderer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρας — λωβητήρ foul slanderer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρες — λωβητήρ foul slanderer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρι — λωβητήρ foul slanderer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβητῆρσιν — λωβητήρ foul slanderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήτειρα — λωβήτειρα, ἡ (Α) βλ. λωβητήρ … Dictionary of Greek
λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] … Dictionary of Greek
λωβητής — λωβητής, ὁ (Α) [λωβώμαι] λωβητήρ* («λωβηταί τέχνης» αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek